Παίρνω το καπελάκι μου
και φεύγω

Μάρω Κοντού - Γιώργος Κωνσταντίνου
Η Μάρω Κοντού ως «κυρία Κοκοβίκου» φοράει στον «Αντωνάκη» Γιώργο Κωνσταντίνου το καπέλο του, το οποίο συνεχώς απειλούσε πως θα πάρει και θα φύγει

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που ένας άνδρας δεν έφευγε ποτέ από το σπίτι χωρίς το καπέλο του. Το «καβουράκι» και η «τραγιάσκα» ήταν πάντα κρεμασμένα στην κρεμάστρα δίπλα από την πόρτα, περιμένοντας την επόμενη εξόρμηση του ιδιοκτήτη τους. Όταν ήμουν πιτσιρίκος και επισκεπτόμουν τον τόπο καταγωγής των γονιών μου, θυμάμαι ότι όλοι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες έπιναν ούζα στην πλατεία φορώντας τις τραγιάσκες τους, ενώ το χωριό συντηρούσε ακόμη δυο πιλοποιεία. 

Πλέον, όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Το καπέλο δεν συγκαταλέγεται στον απαραίτητο καθημερινό ενδυματικό «εξοπλισμό» των ανδρών και τα περισσότερα πιλοποιεία της χώρας έχουν κλείσει.

Για χιλιάδες χρόνια το καπέλο ήταν είδος ανάγκης. Μέχρι και τη δεκαετία του ‘60 τα Ι.Χ. ήταν λίγα και μόνο για προνομιούχους. Η πλειονότητα των πολιτών περπατούσε καθημερινά αρκετά χιλιόμετρα εκτεθειμένη στα στοιχεία της φύσης. Το καπέλο κάλυπτε πραγματικές ανάγκες, κρατούσε τα κεφάλια των αντρών ζεστά τον χειμώνα και τα προφύλασσε από τον ήλιο το καλοκαίρι.

Στις ημέρες μας, εάν ένας άντρας φορά κάθε μέρα καπέλο αυτό γίνεται είτε για στιλ είτε για να καλύψει το γυμνό της κεφαλής του.

Ορισμένοι θεωρούν ότι την ταφόπλακα στο καπέλο την έβαλε ο 35ος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζον Κένεντι. Οι περισσότεροι Αμερικανοί τρέφουν απεριόριστο σεβασμό στον θεσμό της προεδρίας και περιμένουν από τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου να δίνει το παράδειγμα, τόσο σε ζητήματα ήθους όσο και στιλ. Ο Τζον Κένεντι ήταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο οποίος δεν φορούσε καπέλο στις δημόσιες εμφανίσεις του. Σιγά - σιγά λοιπόν, οι Αμερικανοί άφησαν τα καπέλα τους στον καλόγερο και ο υπόλοιπος κόσμος τους μιμήθηκε.

Όπως και να έχει όμως, το καπέλο εξακολουθεί να προστατεύει τα ανδρικά κεφάλια και γι’ αυτό σήμερα το Μονόπετο θα παρουσιάσει τους τύπους και την ιστορία των πιο δημοφιλών μοντέλων.

H τραγιάσκα

Στην Αγγλία το αποκαλούν flat cap, στις ΗΠΑ driving cap και newsboy cap καθώς το φορούσαν οι πιτσιρικάδες εφημεριδοπώλες, στη Νέα Ζηλανδία cheese-cutter και στην Ελλάδα τραγιάσκα. Εδώ υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία: η λέξη τραγιάσκα προέρχεται από τη ρουμανική trăïască, η οποία σημαίνει «ζήτω». Σύμφωνα με το Ετυμολογικό Λεξικό Μπαμπινιώτη: Το ρουμανικό trăïască αποσπάστηκε από την κραυγή «trăïască Grecia» (ζήτω η Ελλάδα), την οποία φώναζαν παλαιοί Ρουμάνοι εκδρομείς (άλλοι λένε φοιτητές) πετώντας στον αέρα τα καπέλα τους, με αποτέλεσμα να συνδεθεί η λέξη trăïască = ζήτω με την ονομασία του καπέλου. Πριν από αυτό το γεγονός, το δημοφιλές λαϊκό αυτό καπέλο, στην Ελλάδα ονομαζόταν «κούκος». Όπως και να επιλέξετε να το αποκαλείτε, το flat cap γεννήθηκε στη Βρετανία τον 14ο αιώνα. Στην αρχή της πορείας του ήταν το καπέλο των λαϊκών τάξεων. Των αγροτών, των εργατών, των τεχνιτών. Κατόπιν, το υιοθέτησε και η αριστοκρατία ως καπέλο κυνηγιού και άλλων σπορ δραστηριοτήτων.

Τραγιάσκα
Η βρετανική τηλεοπτική σειρά Peaky Blinders επανέφερε την όρεξη στους άνδρες να πειραματιστούν με την τραγιάσκα, έστω και χωρίς κρυμμένο ξυραφάκι

Στις ημέρες μας, η τραγιάσκα είναι το πιο δημοφιλές κλασικό καπέλο. Το βλέπεις στα κεφάλια τόσο γηραιών κυρίων, όσο και σε αυτά νεαρών. Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, με σειρές όπως οι Peaky Blinders, έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον των αντρών γι’ αυτό το τόσο λειτουργικό αξεσουάρ.

Το πιο κλασικό υλικό κατασκευής μιας τραγιάσκας είναι το μαλλί, συγκεκριμένα το τουίντ. Επίσης, υπάρχουν τραγιάσκες από κοτλέ ύφασμα, από δέρμα, αλλά και βαμβακερές για το καλοκαίρι. Το διαχρονικό στιλ της τραγιάσκας την κάνει το πιο ευέλικτο ενδυματικά καπέλο, καθώς μπορεί να συνδυασθεί αρμονικά τόσο με ένα casual δερμάτινο μπουφάν όσο και μ’ ένα σκούρο κουστούμι. Για έναν άντρα που δεν έχει συνηθίσει να φοράει καπέλα, η τραγιάσκα ενδείκνυται ως μια ασφαλής και διακριτική πρώτη επιλογή.

Η ρεπούμπλικα

H fedora, όπως λέγεται στα Αγγλικά, είναι ίσως το πιο κομψό ανδρικό καπέλο. Βγαλμένο από ταινίες με γκάνγκστερ και κατασκόπους αποπνέει ένα άρωμα μυστηρίου, σκοτεινών μπαρ και λαθραίου ουίσκι. Γνωστή και ως Borsalino, εξαιτίας του ομώνυμου Ιταλού πιλοποιού, η fedora ξεκίνησε ως γυναικείο καπέλο ιδιαίτερα δημοφιλές ανάμεσα στις φεμινίστριες, στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Ως ανδρικό καπέλο το καθιέρωσε ο περιώνυμος δούκας του Ουίνδσορ, ο οποίος άρχισε να το φορά το 1924.

Ρεπούμπλικα
Οι Jean Paul Belmondo και Alain Delon στην ταινία του 1970 Borsalino φορώντας, τι άλλο, μπορσαλίνο ή αλλιώς fedora

Φτιαγμένη από μαλλί, κασμίρι και πιο σπάνια τρίχωμα λαγού ή κάστορα, η ρεπούμπλικα, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται στην Ελλάδα καθώς ήταν το καπέλο των αστών και μεσοαστών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, διαθέτει πλατύ γείσο περίπου 6,5 εκατοστών, ικανό να προστατεύσει τον ιδιοκτήτη της από τις στάλες της βροχής αλλά και από τον ήλιο. Μια ρεπούμπλικα σίγουρα συνδυάζεται ιδανικά με τα στοιχεία της κλασικής ανδρικής ένδυσης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως και πιο χαλαρές ενδυματικές επιλογές δεν μπορούν να την υποστηρίξουν. Άλλωστε, ο Ιντιάνα Τζόουνς την έκανε διάσημη ξανά φορώντας τη με δερμάτινο bomber jacket. Εξοπλιστείτε με το θάρρος του Ιντιάνα, λοιπόν, και τολμήστε το.

Το καβουράκι

Οι Αμερικανοί το λένε «γουρουνόπιτα», εμείς πάλι το προτιμάμε πιο... θαλασσινό. Το pork pie hat μοιάζει με τη fedora, μόνο που έχει σημαντικά μικρότερο γείσο. Σε αντίθεση με τη μεγάλη του εξαδέλφη μπορεί να φορεθεί χωρίς να είναι κατεβασμένο το μπροστινό γείσο, κάνοντάς το να δείχνει πιο χαριτωμένο σε σχέση με την... ύποπτη fedora. Το pork pie έγινε διάσημο από τον θρυλικό ηθοποιό των μη-ομιλούντων ταινιών Μπάστερ Κίτον, ενώ είναι αγαπημένο καπέλο πολλών μουσικών της jazz, των blues αλλά και της ska. Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο πανέμορφο jazz κομμάτι του Charles Mingus "Goodbye Pork Pie Hat", το οποίο αφιέρωσε στη μνήμη του σαξοφωνίστα Lester Young, λάτρη του συγκεκριμένου καπέλου.

Pork pie hat
O Frank Sinatra με το αγαπημένο του pork pie hat. Το καβουράκι έχει μικρότερο γείσο από τη ρεπούμπλικα, είναι πιο ψηλό και φέρει φαρδύτερη κορδέλα

Ίσως η πιο ασφαλής επιλογή για να φορέσετε ένα καβουράκι είναι αν το επιλέξετε ψάθινο, το οποίο είναι ιδανικό για το καλοκαίρι.

To homburg

Με καταγωγή από τη Γερμανία, συγκεκριμένα την πόλη Bad Homburg vor der Höhe, το ομώνυμο homburg είναι ένα επίσημο καπέλο το οποίο ουσιαστικά αντικατέστησε το ημίψηλο. Φτιαγμένο από μαλλί, με μια φαρδιά μεταξένια κορδέλα, ξεκίνησε την πορεία του από τα δάση της Γερμανίας όπου και φοριόταν από κυνηγούς. Το «επέβαλλε» ενδυματολογικά ο τότε Βασιλιάς της Αγγλίας, Έντουαρντ ο 7ος, ο οποίος επισκέφθηκε τη Γερμανική κωμόπολη στο 1890 και επέστρεψε έχοντας στις αποσκευές του ένα τέτοιο καπέλο. Αυτός όμως που του χάρισε παγκόσμια εμβέλεια ήταν ο συντηρητικός πολιτικός και πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Άντονι Ήντεν, ο οποίος και το καθιέρωσε σαν καπέλο που συνοδεύει επίσημο ένδυμα.

Homburg

O συνθέτης Igor Stravinsky με επίσημο βαρύ παλτό και το αρμόζον homburg επί κεφαλής

Ειδοποιό χαρακτηριστικό του homburg είναι το πλατύ γείσο με τις γυρισμένες προς τα επάνω άκρες. Καθώς θεωρείται επίσημο καπέλο, το homburg συνδυάζεται βέλτιστα με κοστούμι και μακρύ κλασικό παλτό. Το σίγουρο είναι πως αν ένας κύριος αποφασίσει να φορέσει ένα homburg στις ημέρες μας, δεν θα περάσει απαρατήρητος.

Ο παναμάς

Κατ’ αρχάς, ο παναμάς δεν είναι από τον Παναμά, αλλά από το Εκουαδόρ. Το απόλυτο καλοκαιρινό καπέλο γεννήθηκε από τα χέρια των κατοίκων της χώρας αυτής, οι οποίοι από το 1600 εξέλιξαν την τέχνη του πλεξίματος των φύλλων της toquilla σε καπέλα. Το όνομά του προέκυψε εξαιτίας του διεθνούς εμπορίου, συγκεκριμένα της εξαγωγής καπέλων από το Εκουαδόρ στον Παναμά. Εκεί, το έβρισκαν διαθέσιμο οι τότε τουρίστες αλλά και οι μετανάστες που όδευαν προς τις ΗΠΑ την εποχή του πυρετού του χρυσού στην Καλιφόρνια. Έτσι, όταν κάποιος τους ρωτούσε από πού πήραν το καπέλο η απάντηση ήταν από τον Παναμά. Το τελικό χτύπημα σ’ αυτή την αυθαιρεσία το έδωσε ο 26ος πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ, όταν επισκέφθηκε τον Παναμά το 1906 για να δει την εξέλιξη των έργων κατασκευής της διώρυγας του Παναμά. Εκεί, είδε τους μηχανικούς και τους εργάτες να προστατεύονται από τον καυτό ήλιο χάρη στα ψάθινα λευκά καπέλα τους και αμέσως προμηθεύτηκε ένα. Οι φωτογράφοι έκαναν την υπόλοιπη δουλειά και ο παναμάς καθιερώθηκε.

Παναμάς
O Luciano Barbera διδάσκει καλοκαιρινό στιλ με την ανάλογη sprezzatura καλύπτοντας την αραιωμένη του κόμη με έναν υπέροχο παναμά

Η ποιότητα ενός καπέλου παναμά, εξαρτάται από την ύφανση. Όσο πιο πυκνή τόσο ποιοτικότερο το καπέλο και, φυσικά, τόσο υψηλότερη η τιμή. Οι πλέον ακριβοθώρητοι παναμάδες ονομάζονται Montecristis και διαθέτουν περίπου 3.000 πλέξεις ανά 2,5 τετραγωνικά εκατοστά. Ένας τεχνίτης χρειάζεται έως και οκτώ μήνες εργασίας για να πλέξει ένα και μόνο τέτοιο καπέλο και η τιμή του μπορεί να φτάσει έως και πάνω από 10.000 ευρώ. Μερικά έχουν αγγίξει ακόμη και τις 100.000 ευρώ.

Κορυφαίος πλέκτης παναμάδων στον κόσμο θεωρείται ο κύριος Simon Espinal (από το Εκουαδόρ, φυσικά), ο οποίος τον Φεβρουάριο του 2014 έφτιαξε ένα καπέλο με 4.000 πλέξεις ανά 2,5 τετραγωνικά εκατοστά. Σύμφωνα με τους κατοίκους του Εκουαδόρ, ένας superfino παναμάς δεν αφήνει το νερό της βροχής να τον διαπεράσει και όταν τυλιχτεί σε κύλινδρο μπορεί να περάσει μέσα από ένα δαχτυλίδι.

3.000 πλέξεις ανά 2,5 τετραγωνικά εκατοστά
Ένας κορυφαίος παναμάς διαθέτει πάνω από 3.000 πλέξεις ανά 2,5 τετραγωνικά εκατοστά

Κύριοι, τώρα ξέρετε. Για μπερέδες δεν θα γράψω, καθώς αν δεν υπηρετείτε στα ΛΟΚ, δεν θα χρειαστείτε έναν. Ούτε για σκούφους, καθώς δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά για να κατηγοριοποιηθούν ως καπέλα. Τα επονομαζόμενα «τζόκεϊ» ή baseball caps εκτός του ότι τα απεχθάνομαι δεν ανήκουν στην κλασική ανδρική ένδυση -ακόμη- ευτυχώς.

Διαδώστε!